Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

Αγαπημένα, καταραμένα Βαλκάνια

Ο συγγραφέας Γκάσμεντ Καπλάνι μιλάει για το νέο βαλκανικό νουάρ του

«Αχ και να έκανε τέτοιον καιρό στη Βοστόνη...». Ο Γκάσμεντ Καπλάνι ρουφά με απληστία το φως, του έχει λείψει ο ήλιος της Αθήνας. Είναι περαστικός, ήρθε για να κάνει γιορτές και να παρουσιάσει το νέο του βιβλίο, ένα σύντομο βαλκανικό νουάρ, την «Τελευταία σελίδα» (Λιβάνης).



 
Από τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο αλβανικής καταγωγής συγγραφέας και δημοσιογράφος που έκανε τη γλώσσα μας δική του δίνοντας φωνή σε στρατιές σιωπηλών μεταναστών, συγκαταλέγεται στους πενήντα όλους κι όλους ετήσιους υποτρόφους του Radcliffe Institute for Advanced Study του Χάρβαρντ. Ενός ινστιτούτου συνδεδεμένου παραδοσιακά με τους αγώνες για πρόσβαση στην εκπαίδευση των γυναικών, πόλο έλξης σήμερα μυαλών που εξερευνούν από τα μαθηματικά, την αστροφυσική και τη ρομποτική ώς τη μουσική, τη λογοτεχνία και το θέατρο.
Δεν περίμενε να τον διαλέξουν -«ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος»-, αλλά τα κατάφερε. Το να ασχολείται κανείς λογοτεχνικά με τη μετανάστευση μόνο αδιάφορο δεν είναι για την αμερικανική ακαδημαϊκή ελίτ. «Νιώθω ότι βρίσκομαι στο κέντρο του κόσμου και ταυτόχρονα καταλαβαίνω ότι δεν είμαι το κέντρο του κόσμου, κάτι ιδιαίτερα ευεργετικό, αν θες να είσαι δημιουργικός!». Το βιβλίο που γράφει εκεί, ξεκινάει από τα Βαλκάνια με την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συνεχίζεται με τον Β' Παγκόσμιο κάνοντας στάση στο Παρίσι, διασχίζει την Αλβανία επί κομμουνισμού και καταλήγει στη σημερινή Νέα Υόρκη.
Διαδρομές και εμπειρίες
«Είναι μια ιστορία που έχει μέσα της βιβλία, δικτάτορες, φανταστικές συμπτώσεις, σεξ, τζαζ, μετανάστευση και γκουλάγκ, σαν να προσπαθώ να κατανοήσω και τις δικές μου διαδρομές και εμπειρίες... Εζησα τον κομμουνισμό σε μια βαλκανική χώρα, έζησα τη μετανάστευση σε μιαν άλλη χώρα βαλκανική, έζησα την κατάρρευση του αλβανικού κομμουνισμού και την κατάρρευση του ελληνικού πελατειακού καπιταλισμού και τώρα γράφω βιβλίο στην Αμερική, το πιλοτήριο απ' όπου αντικρίζεις το παγκόσμιο καράβι. Και η θάλασσα φαίνεται πολύ ταραγμένη...».
Για τον Γκάσμεντ Καπλάνι, οι λάθος χώρες είναι σαν τους λάθος έρωτες. Το να γεννηθεί ή να ζήσει κανείς σε λάθος χώρα είναι σαν να ερωτεύτηκε ή να χαραμίστηκε για τον λάθος άνθρωπο. Με αυτό το πικρό συμπέρασμα ξεκινάει και η «Τελευταία σελίδα» που εκτυλίσσεται από το 1943 ώς τις μέρες μας. Μετά το πολυμεταφρασμένο «Ημερολόγιο συνόρων» και το «Με λένε Ευρώπη», έργα υβριδικά που παντρεύουν τη μαρτυρία, την αυτοβιογραφία και το ρεπορτάζ, ο Καπλάνι δίνει τώρα μεγαλύτερο βάρος στη μυθοπλασία. Επιχειρεί να συνδυάσει τους διωγμούς των εβραίων της Θεσσαλονίκης, τον παραλογισμό του καθεστώτος του Χότζα και την έκρηξη της ξενοφοβίας στη διαλυμένη ποικιλοτρόπως Ελλάδα, με τον κρυφό βίο και τις μυστηριώδεις συνθήκες του θανάτου ενός ηλικιωμένου Αλβανού βιβλιοθηκάριου. Στην καρδιά της πλοκής, ένα παλιό χειρόγραφο που έρχεται με καθυστέρηση στην επιφάνεια. Και σε πρώτο πλάνο, παράλληλες ιστορίες ανθρώπων που έζησαν και ερωτεύτηκαν σε λάθος τόπο, σε λάθος εποχές.
Γιος ενός κυνηγημένου από το καθεστώς τοπογράφου και μιας δασκάλας, μακρινής συγγένισσας του Χότζα, ο Καπλάνι γεννήθηκε το '67 στη Λούσνιε και όλοι γύρω του τον προόριζαν για ηθοποιό - «έκανα τον Τσάπλιν και έκλεβα την παράσταση!». Τη βασική, όσο και αποσπασματική, λογοτεχνική του παιδεία τη χρωστάει στις ιταλικές και τις γαλλικές εκπομπές που άκουγε έφηβος, κολλημένος σε made in China ραδιοφωνάκι, ανακαλύπτοντας από τη θεωρία του Φρόιντ και τα θεατρικά του Πιραντέλο ώς την πρόζα του Καλβίνο και του Μοράβια.
«Χάρη στο κινέζικο ραδιόφωνο άρχισα να ακούω φωνές απ' έξω, να μαθαίνω ξένες γλώσσες, να αποκρυσταλλώνεται μέσα μου η αίσθηση ότι ζω μια αλλόκοτη κατάσταση, μια απομόνωση παρανοϊκή. Από εκεί και έπειτα κυνηγούσα με μανία ό,τι ήταν απαγορευμένο, σεξ και λογοτεχνία με άλλα λόγια, και τα βιβλία ήταν το νούμερο ένα εχθρός! Εφταναν στα χέρια μας πετσοκομμένα, σε φωτοτυπίες, είκοσι σελίδες από τον Κάφκα, δέκα ποιήματα του Πρεβέρ... Το πρώτο που διάβασα ολόκληρο ήταν, θυμάμαι, οι «Αδελφοί Καραμαζόφ», στα ιταλικά. Ολη αυτή την ενέργεια, την περιέργεια, από την Αλβανία την πήρα. Ο,τι ήταν, όμως, να μου δώσει η Αλβανία, μου το έδωσε. Τα βιβλία μου, αφού δεν γράφω στα αλβανικά, δεν τα εκδίδουν. Νιώθουν ότι τους πρόδωσα. Αν βέβαια έγραφα στ' αγγλικά, θα τα μετέφραζαν αμέσως. Αγαπημένα, καταραμένα Βαλκάνια!».
Οπως ισχυρίζεται ο Καπλάνι, «η Αλβανία στον Β' Παγκόσμιο ήταν μάλλον η μοναδική χώρα όπου δεν συνελήφθη ούτε ένας εβραίος. Ακόμα και οι Αλβανοί γερμανοτσολιάδες αρνήθηκαν να κάνουν τις λίστες που τους ζητούσε η κουμαντατούρ. Αυτό είχε μαθευτεί, και έτσι κατέφυγαν αρκετοί στα μέρη μας. Βέβαια, μετά τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ δεν το διαλαλούσαν, γιατί υπήρχε κίνδυνος να χαρακτηριστούν πράκτορες, αλλά δεν τους καταδίωκαν». Κάπως έτσι προέκυψε και η παρουσία «κρυπτοεβραίων» στο μυθιστόρημά του, που αναγκάστηκαν να επινοήσουν νέες ταυτότητες για να επιβιώσουν από τα τερτίπια της ιστορίας. Ανάμεσά τους και το alter ego του Καπλάνι, ο ξενιτεμένος στην Ελλάδα Μέλσι (από τα αρχικά των Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν και Στάλιν), επίσης συγγραφέας και δημοσιογράφος, εν μέσω επαγγελματικής και συναισθηματικής κρίσης, που αναζητά τον μελλοντικό βηματισμό του, όσο εξιχνιάζει το οικογενειακό του παρελθόν.
Προς τα πού κοιτάζει ο ίδιος ο Καπλάνι τώρα; «Μου αρέσει πολύ που στην Αμερική δεν σε ρωτάνε από πού είσαι, αλλά από πού έρχεσαι. Σκέφτομαι πώς να μείνω κι άλλο - οικογενειακώς. Δεν υπήρξα ποτέ Οδυσσέας, να επιστρέφω κάπου, πάντα με κινητοποιούσε η επαφή με το διαφορετικό. Ετσι και με τα ελληνικά, με τράβηξε η πρόκληση να γράψω σε μια γλώσσα που μέχρι τότε αγνοούσα, να κατακτήσω το άγνωστο. Να γυρίσω, να κάνω τι; Ημουν ο πρώτος που απολύθηκα από τα «Νέα», χωρίς εξήγηση, με ένα τηλεφώνημα, και αφού επί μήνες μου έκοβαν τα άρθρα. Να διεκδικήσω δουλειά στο πανεπιστήμιο δεν γίνεται, δεν έχω ελληνική υπηκοότητα - έκανα αίτηση προ τριετίας και ακόμα να εξεταστεί. Είμαι παντρεμένος με Ελληνίδα, ζω στην Ελλάδα επί 22 χρόνια, αλλά θεωρούμαι πολίτης δεύτερης κατηγορίας, γιατί το αίμα μου δεν είναι ελληνικό... Και όμως, είμαι καλός πολίτης. Επικίνδυνα καλός, απ' ό,τι φαίνεται. Δεν φοροδιαφεύγω, προσπαθώ να συμβάλλω με τη σκέψη και τη δράση μου ενάντια στο ρατσισμό και εξακολουθώ να μη γνωρίζω ποια καθάρματα βάλθηκαν να με απελάσουν ως εγκληματία, επί Χρυσοχοΐδη, το 2003. Χάθηκε να ζήσω μια πιο ομαλή ζωή; Μου έτυχαν δύο δυσλειτουργικές πατρίδες. Εδωσα και στις δυο την ψυχή μου και μου λένε και οι δυο "Δεν σε θέλω". Η δική μου πατρίδα, απαντάω, είναι οι άνθρωποι στο δρόμο που κατοικώ».
Η κοινωνία έχει πιάσει πάτο
Στοχοποιημένος προ πολλού από τη Χρυσή Αυγή -απ' τον καιρό που ήταν πρόεδρος του Φόρουμ Αλβανών Μεταναστών-, ο Καπλάνι είδε όλες του τις προειδοποιήσεις προς τον Δήμο Αθηναίων γι' αυτήν την «καλά οργανωμένη συμμορία που δρούσε υπό την ανοχή της αστυνομίας», να πηγαίνουν στράφι. Ισως γι' αυτό δεν μιλάει πια δημόσια εκ μέρους κανενός. «Το να μιλάς σήμερα στην Ελλάδα για τους μετανάστες είναι σαν να μιλάς στη Γερμανία της δεκαετίας του '30 για τους εβραίους», λέει. «Δεν θέλω να κάνω ούτε τον ήρωα ούτε τον loser. Την αξιοπρέπειά μου μόνο διεκδικώ. Η κοινωνία, όμως, έχει πιάσει πάτο. Η Ελλάδα ζει κάνοντας τρισάγια στο ένδοξο παρελθόν. Μα τα ερείπια είναι εκεί, δεν τα παίρνει κανένας. Το θέμα είναι να έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου, στο κράτος, στους θεσμούς. Αν δεν έχεις, πώς να εμπιστευτείς τον άλλον; Δείτε τι συμβαίνει σήμερα με το νόμο περί ιθαγένειας. Εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά μεταναστών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα κινδυνεύουν να θεωρηθούν λαθρομετανάστες!».
Πηγή: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=334595

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ σημειώστε το σχόλιο σας